συνεπάγομαι

συνεπάγομαι
(αόρ. συνεπήγαγον) μετ. (чаще τριτοηρόα.) влечь за собой;

η εσχάτη προδοσία συνεπάγομαιεται την εσχάτην των ποινών — государственная измена карается смертной казнью


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συνεπάγομαι" в других словарях:

  • συνεπάγομαι — έχω ως αποτέλεσμα, προκαλώ, επιφέρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεπαγωγή — η, Ν [συνεπάγομαι] 1. το αποτέλεσμα τού συνεπάγομαι, αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα 2. (λογ.) σύνθετη πρόταση που δηλώνει ότι μια απλή μαθηματική πρόταση αποτελεί ικανή συνθήκη για να ισχύσει μια άλλη …   Dictionary of Greek

  • εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …   Dictionary of Greek

  • επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… …   Dictionary of Greek

  • εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… …   Dictionary of Greek

  • προσυπολαμβάνω — Α 1. υποθέτω κάτι επί πλέον 2. συνεπάγομαι κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπολαμβάνω «θεωρώ, υποθέτω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπάγω — ΝΜΑ [ἐπάγω, ομαι] νεοελλ. μέσ. συνεπάγομαι έχω ως αποτέλεσμα μσν. αρχ. μέσ. οδηγώ κάποιον μαζί μου («δυνάμεις πολλὰς συνεπαγόμενος», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. οδηγώ κάποιον εναντίον ενός άλλου («τὰ κράτιστα ἐπὶ τε τοὺς ὑποδεεστέρους... ξυνεπῆγον», Θουκ …   Dictionary of Greek

  • συνεπιφέρω — ΝΜΑ [ἐπιφέρω] νεοελλ. μτφ. συνεπάγομαι, έχω ως επακόλουθο μσν. αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) επιφέρω κάτι, φέρνω μαζί μου κάτι (α. «τὰ προσόντα μοι χρήματα συνεπιφερόμενος», Άνν. Κομν. β. «τὴν πίστιν συνεπιφέρουσιν [αἱ διηγήσεις]», Δίον. Αλ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • επισύρω — επέσυρα, μτβ. 1. σέρνω κάτι προς το μέρος μου, προσελκύω: Επισύρει το γενικό θαυμασμό. 2. προκαλώ, προξενώ, συνεπάγομαι: Η κατάχρηση επέσυρε τη γενική αγανάκτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»